δρυοτόμος

δρυοτόμος
δρυοτόμος, ο (AM)
ο ξυλοκόπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δρυοτόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμοι — δρυοτόμος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμον — δρυοτόμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμου — δρυοτόμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμους — δρυοτόμος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμων — δρυοτόμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δρυοτόμῳ — δρυοτόμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”